- τυφεδανός
- τῡφεδανός , τυφεδανόςstupidmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυφεδανός — και δ. τ. στυφεδανός, ὁ, Α άνθρωπος φλύαρος και ανόητος, ηλίθιος, ξυπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυφεδών + επίθημα ανός (πρβλ. ληθεδών: ληθεδ ανός) … Dictionary of Greek
ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… … Dictionary of Greek
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
στυφεδανός — ὁ, Α (δ. τ.) βλ. τυφεδανός … Dictionary of Greek
τυφεδανοί — τῡφεδανοί , τυφεδανός stupid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανούς — τῡφεδανούς , τυφεδανός stupid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυφεδανέ — τῡφεδανέ , τυφεδανός stupid masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)